μεγάρχης

μεγάρχης
μεγάρχης, ὁ (Μ)
μεγάλος άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγα-* + -άρχης (< ἄρχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

  • Πέτας — I Επώνυμο 2 Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αντώνιος (1862 – 1917). Αθηναίος ζωγράφος. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη διακοσμητική, όπου και διακρίθηκε. Με λεπτή τέχνη και καλαισθησία, διακόσμησε πολλά δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”